Η Παναγία είναι ανώτερη από κάθε άνθρωπο και από κάθε άγγελο. Στην ιεραρχία είναι στην κορυφή, κανένα άλλο πλάσμα που έζησε, ζει και θα ζήσει μπορεί να την ξεπεράσει. Είναι αμέσως κάτω από το Θεό, δεν είναι Θεός. Ξεπερνά τους αποστόλους, τους προφήτες, τους δασκάλους και ούτω καθεξής. Ξεπερνά τους αρχαγγέλους και τους αγγέλους. Όπως λέει ο ύμνος: "Την τιμιωτέραν των Χερουβὶμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ, ...".
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί η μητέρα του Θεού είναι ανωτέρα; Επειδή είναι η μητέρα του Θεού. Η Παναγία γέννησε τον Ιησού Χριστό τον Θεό. Όταν μια γυναίκα γεννά ένα γιο, όσο μεγαλύτερος είναι ο γιος της τόσο μεγαλύτερη θα είναι η μητέρα του. Ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός. Επιπλέον, με το να τιμούμε τη Θεοτόκο τιμούμε τον Υιό της. Επίσης, ο Χριστός είναι αναμάρτητος επειδή είναι Θεός. Αναμαρτησία σημαίνει να τηρείς όλες τις εντολές του Θεού. Ο Ιησούς τηρεί όλες τις εντολές του Θεού. Μία από τις δέκα εντολές είναι να τιμάς τον πατέρα και τη μητέρα σου, η 5η εντολή. Έτσι, ο Ιησούς τιμά τους γονείς του. Τίμησε τον Πατέρα Του, δοξάζοντας τον Πατέρα, ολοκληρώνοντας το έργο που ο Πατέρας Του ανέθεσε να κάνει Ιωάννης 17:4. Ο Ιησούς τίμησε επίσης τη μητέρα του, κάνοντας τη μέγιστη. Ο Θεός είναι πρώτος, η μητέρα του Θεού είναι δεύτερη.
Η μητέρα του Θεού κάνει πολλά θαύματα, οι ορθόδοξοι μοναχοί είναι μάρτυρες.
Παναγία η ΠορταΐτισσαΗ θαυματουργή Πορταΐτισσα, ή εξέχουσα μεταξύ των θεομητορικών εικόνων του Άθω, ήταν αρχικά φυλαγμένη, καθώς διασώζει ή παράδοση, στη μικρασιατική Νίκαια. Μια ευσεβής γυναίκα με τον μοναχογιό της την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους και την τιμούσαν.
Στά χρόνια της δεύτερης εικονομαχίας Βασιλικοί κατάσκοποι ανακάλυψαν την εικόνα και απείλησαν τη γυναίκα πώς θα τη σκοτώσουν αν δεν τους δωροδοκήσει. Εκείνη υποσχέθηκε ότι την επομένη θα τους έδινε τα χρήματα. και τη νύχτα, αφού προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα, τη σήκωσε με ευλάβεια, κατέβηκε στην παραλία και την έριξε στη θάλασσα λέγοντας:
- Δέσποινα Θεοτόκε, εσύ έχεις τη δύναμη κι εμάς να διασώσεις από τη οργή του Βασιλιά, αλλά και την εικόνα σου από τον καταποντισμό.
Τότε πραγματικά έγινε κάτι θαυμαστό. Ή θαυματουργή εικόνα στάθηκε όρθια στα κύματα και κατευθύνθηκε προς τη δύση. Συγκινημένη ή γυναίκα από το γεγονός γυρίζει στον γιο της και του λέει:
- Εγώ, παιδί μου, για την αγάπη της Παναγίας είμαι έτοιμη να πεθάνω. Εσύ να φύγεις. Να πάς στην Ελλάδα.
Χωρίς αργοπορία το παιδί ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη, κι από κει για τον Άθωνα, όπου έμόνασε. Σάν μοναχός άσκήτεψε στον τόπο πού αργότερα ιδρύθηκε ή μονή των Ιβήρων. Αυτό ήταν οικονομία Θεού, γιατί έτσι πληροφορήθηκαν οί άλλοι μοναχοί το ιστορικό της θαυματουργής εικόνας.
Πέρασε καιρός. Ό μοναχός από τη Νίκαια πέθανε, και το μοναστήρι των Ιβήρων ιδρύθηκε και ολοκληρώθηκε. Ήταν βράδυ, όταν οι μοναχοί άντίκρυσαν ένα παράξενο θέαμα: Ένα πύρινο στύλο πού ξεκινούσε από τη θάλασσα κι έφθανε στον ουρανό.
Το όραμα συνεχίστηκε ήμερες και νύχτες. Κατεβαίνουν οι αδελφοί στην παραλία και βλέπουν με θαυμασμό στη βάση του πύρινου στύλου μία εικόνα της Θεοτόκου. Όσο όμως την πλησίαζαν εκείνη απομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στην εκκλησία και παρακάλεσαν με δάκρυα τον Κύριο να χαρίσει στο μοναστήρι τους τον ανεκτίμητο αυτό θησαυρό. Μεταξύ των μοναχών υπήρχε ένας ευλαβής ασκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ' αυτόν παρουσιάζεται ή Παναγία και του λέει:
- Να πεις στον ηγούμενο και στους αδελφούς ότι θα σας παραδώσω την εικόνα μου, για να σας προστατεύει. Θα μπεις κατόπιν στη θάλασσα, θα περπατήσεις πάνω στα κύματα, κι έτσι θα καταλάβουν όλοι την εύνοια μου για το μοναστήρι σας.
Έτσι κι έγινε. Ό π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στη θάλασσα σαν σε στερεά γη, παρέλαβε με ευλάβεια τη θαυματουργή εικόνα και επέστρεψε στην παραλία. Εκεί συγκεντρωμένοι όλοι οι μοναχοί της επιφύλαξαν τιμητική υποδοχή. Ύστερα την παρέλαβαν και την τοποθέτησαν στο Ιερό βήμα του καθολικού.
Όταν την επομένη ό εκκλησιαστικός πήγε ν' ανάψει τα καντήλια, ή εικόνα έλειπε. Ερεύνησε παντού και την ανακάλυψε στο τείχος, πάνω από την πύλη της μονής. Την επανέφεραν στο καθολικό, αλλά ή εικόνα έφυγε και πάλι. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ή Παναγία παρουσιάζεται στον γέροντα Γαβριήλ και του λέει:
- Να πεις στους αδελφούς να μη μ' ενοχλούν. Δεν ήρθα εδώ νια να φυλάγομαι από σας, αλλά να σας φυλάω. Όσοι ζείτε στο Όρος τούτο ενάρετα, να ελπίζετε στην ευσπλαχνία του Υιού μου. Γιατί, όσο υπάρχει ή εικόνα μου μέσα στη μονή σας, ή χάρη και το έλεος Του θα σας επισκιάζουν πάντοτε.
Ύστερα άπ' αυτό οί μοναχοί έχτισαν παρεκκλήσι κοντά στην πύλη κι εκεί τοποθέτησαν την ιερή εικόνα.
Πράγματι ή Πορταϊτισσα, καθώς υποσχέθηκε, προστατεύει τη μονή και οικονομεί κάθε της ανάγκη.
Ή θεραπεία της πριγκίπισσας.
Το 1651 οί 365 Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι' αυτό ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρηση τους. Αμέσως ή φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε για εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο θαύμα.Άγιος Σάββας της Σερβίας, πρίγκιπας που έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος
Ο Ράστκο Νεμάνιτς (Растко Немањић) γεννήθηκε το 1169 ή το 1175, στη Γκράντινα (σημερινή Ποντγκόριτσα, Μαυροβούνιο). Ως νεότερος γιος του Μεγάλου Πρίγκιπα Στέφανου Νεμάνια και της Αννας, ανήκε στην πρώτη γενιά της δυναστείας των Νεμάνιτς, μαζί με τους αδελφούς του Βουκάν και Στέφανο. Στη Σερβική αυλή οι αδελφοί έλαβαν καλή παιδεία κατά τη βυζαντινή παράδοση, που ασκούσε μεγάλη πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική επιρροή στη Σερβία. Ο Ράστκο αποδείχθηκε σοβαρός και ασκητικός. Ως νεότερος γιος έγινε Πρίγκιπας του Χουμ σε νεαρά ηλικία, περί το 1190. Το Χουμ ήταν μια επαρχία μεταξύ του Νερέτβα και του Ντουμπρόβνικ. Ο Θεοδόσιος ο Χιλανδαρινός ανέφερε ότι ο Ράστκο, ως κυβερνήτης, ήταν "ήπιος και μειλίχιος, ευγενικός προς όλους, αγαπώντας τους φτωχούς όσο λίγοι και εκτιμούσε τον μοναχικό βίο. Την κυβέρνηση του Χουμ είχε πριν από αυτόν ο θείος του Μίροσλαβ του Χουμ, που συνέχισε να κατέχει την περιοχή του Λιμ με το Μπιέλο Πόλιε, ενώ ο Ράστκο κράτησε το Χουμ. Μετά από δύο χρόνια, το φθινόπωρο του 1192 ή λίγο αργότερα, ο Ράστκο έφυγε από το Χουμ για το Άγιο Όρος. Ο Μίροσλαβ πιθανόν να επέστρεψε ως κυβερνήτης του Χουμ μετά την αναχώρηση του Ράστκο.
Αγιορίτες μοναχοί επισκέπτονταν συχνά τη Σερβική αυλή. Οι βιογράφοι του Δομετιανός και Θεοδόσιος περιγράφουν πως, σε μια επίσκεψη του Ράστκο στο παλάτι του Ζουπάνου-πατέρα του, κατά τη διάρκεια ενός πολυήμερου βασιλικού γλεντιού, ο Ράστκο γνωρίστηκε με μια ομάδα αγιοριτών μοναχών, που είχαν έρθει στο παλάτι για να ζητήσουν χρηματική δωρεά από τον Ζουπάνο. Σε μια συζήτηση που είχε λοιπόν με Ρώσο μοναχό (της ομάδας εκείνης των αγιορειτών μοναχών) ο Ράστκο αποφάσισε να επισκεφτεί το Άγιο Όρος. Στους γονείς του, φοβούμενος ότι θα τον εμποδίσουν, είπε πως θα πάει για ξεκούραση σε κάποιο όρος της Σερβίας, αυτός όμως ξεκίνησε με κατεύθυνση το Άγιο Όρος.
Άγιο Όρος
Το Τυπικό των Καρυών με την υπογραφή του Σάββα
Κατά την άφιξή του στον Άθω, εισήλθε στη ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, όπου έλαβε το μοναστικό όνομα Σάββας και, σύμφωνα με την παράδοση, πνευματικός του καθοδηγητής ήταν ο Ρώσος μοναχός που είχε γνωρίσει στη σερβική αυλή με άλλους αγιορίτες μοναχούς. Στη συνέχεια έγινε μοναχός στην ελληνική Μονή Βατοπεδίου. Ο πατέρας του προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στη Σερβία, αλλά εκείνος απάντησε στον πατέρα του: «Έχεις ολοκληρώσει όλα όσα πρέπει να κάνει ένας χριστιανός ηγεμόνας, έλα τώρα και ακολούθησε με στην αληθινή χριστιανική ζωή».
Ο Στέφανος Νεμάνια ακολούθησε τη συμβουλή του γιου του - συγκάλεσε τη συνέλευση στη Στουντένιτσα και παραιτήθηκε στις 25 Μαρτίου 1196, δίνοντας τον θρόνο στον δεύτερο γιο του Στέφανο. Την επόμενη μέρα ο Νεμάνια και η σύζυγός του Άννα ορκίστηκαν μοναχοί. Ο Νεμάνια πήρε το όνομα Συμεών και έμεινε στη Στουντένιτσα μέχρι να φύγει για το Άγιο Όρος το φθινόπωρο του 1197. Η άφιξη του Νεμάνια χαροποίησε τον Σάββα και την αγιορείτικη κοινότητα, καθώς ο Νεμάνια ως ηγεμόνας είχε δωρίσει πολλά στην κοινότητα.
Όταν ο Σάββας επισκέφθηκε τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρθηκε στο παραμελημένη και εγκαταλελειμμένη Μονή Χιλανδαρίου και του ζήτησε να δώσει στον ίδιο και στον πατέρα του την άδεια να επισκευάσουν το μοναστήρι και να το παραχωρήσει στον Βατοπέδι. Ο Αυτοκράτορας το ενέκρινε και έστειλε ειδική επιστολή και πολύ χρυσό στον φίλο του Στέφανο Νεμάνια (μοναχό Συμεών). Στη συνέχεια ο Σάββας απευθύνθηκε στον Πρώτο του αγίου Όρους, ζητώντας του να υποστηρίξει την προσπάθεια να γίνει η Μονή Χιλανδαρίου το καταφύγιο των Σέρβων μοναχών. Όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια, εκτός από το Βατοπέδι, δέχτηκαν την πρόταση και τον Ιούλιο του 1198 ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ εξέδωσε απόφαση που ανακάλεσε προηγούμενη απόφασή του και αντιθέτως παραχώρησε στον Συμεών και στον Σάββα όχι μόνο τη Μονή Χιλανδαρίου αλλά και άλλα εγκαταλελειμμένα μοναστήρια ως καταφύγια για τους Σέρβους μοναχούς στο Άγιο Όρος. Η επισκευή της Μονής Χιλανδαρίου άρχισε γρήγορα και ο Μέγας Πρίγκιπας Στέφανος έστειλε χρήματα και άλλα χρειαζούμενα. Ο Στέφανος εξέδωσε τον ιδρυτικό χάρτη της Μονής Χιλανδαρίου το 1199.
Ο Σάββας συνέταξε το Τυπικό (οδηγίες τέλεσης των ακολουθιών) για τη Μονή Χιλανδαρίου, με βάση το αντίστοιχο της Μονής της Θεοτόκου Eυεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από τη Μονή Χιλανδαρίου, ο Σάββας ήταν κτήτωρ (ιδρυτής, δωρητής) του ερημητηρίου στις Καρυές (έδρα του Αγίου Όρους) για τους μοναχούς που αφιερώνονταν στη μοναξιά και την προσευχή. Το 1199 συνέταξε το τυπικό των Καρυών. Μαζί με το ερημητήριο έκτισε το παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Σάββα τον Ηγιασμένο, το όνομα του οποίου έλαβε όταν έγινε μοναχός. Ο πατέρας του πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1199. Το 1204, μετά τις 13 Απριλίου, ο Σάββας έλαβε τον βαθμό του αρχιμανδρίτη.
Καθώς ο Νεμάνια είχε αποφασίσει εξ αρχής να δώσει την εξουσία στον Στέφανο και όχι στον μεγαλύτερο Βουκάν, αυτός εν τω μεταξύ, όταν επέστρεψε, άρχισε να συνωμοτεί κατά του Στέφανου. Βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του Έμερικ, Βασιλιά της Ουγγαρίας, με τον οποίο εξόρισε τον Στέφανο στη Βουλγαρία, και σφετερίστηκε τον σερβικό θρόνο. Ο Στέφανος επέστρεψε στη Σερβία με στρατό το 1204 και απώθησε τον Βουκάν στη Ζέτα, την κληρονομική του ιδιοκτησία. Μετά από προβλήματα στο Άγιο Όρος με Λατίνους επισκόπους και τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό μετά την Δ΄ Σταυροφορία, ο Σάββας επέστρεψε στη Σερβία τον χειμώνα του 1205-06 ή του 1206-07, μεταφέροντας τα λείψανα του πατέρα του στο κληροδότημά του, τη Μονή Στουντένιτσα, και συμφιλίωσε τους φιλονικούντες αδελφούς του. Ο Νεμάνια (Συμεών) ανακηρύχθηκε άγιος το 1206.